- σκαφίδι
- τό1) см. σκάφη 1; 2) уст. челнок, лодочка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαφίδι(ο) — (I) το / σκαφίδιον, ΝΜΑ υποκορ. 1. μικρή σκάφη 2. ελαφρύ πλοίο, μικρό πλεούμενο νεοελλ. 1. (χωρίς υποκορ. σημ.) σκάφη 2. τεμάχιο τού μηχανισμού επαναληπτικών τυφεκίων που χρησιμεύει για τη μεταφορά τών φυσιγγίων από την αποθήκη στην είσοδο τής… … Dictionary of Greek
σκαφίδι — το ιού, σκάφη ξύλινη στην οποία ζυμώνεται το αλεύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαφίδι — σκαφίς bowl fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γούρνα — Οικισμός (292 κάτ.) της Λέρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η (Μ γούρνα) 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, λάκκος 2. δοχείο για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. 1. λεκάνη για πλύσιμο 2. δεξαμενή ελαιοτριβείου, όπου… … Dictionary of Greek
γρώνος — γρῶνος, η, ον (Α) 1. κατατρυπημένος, με πολλές κοιλότητες 2. το θηλ. ως ουσ. γρώνη, η α) κοιλότητα, γούρνα 2. σκαφίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γρώνος (< *γρωσνος) απαντά με πολλές χρήσεις και συνδέεται με το γράω*, από άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας] … Dictionary of Greek
κύφος — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκαφίδα — η, Ν (μεγεθ.) μεγάλη σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφίδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
σκαφίς — ίδος, ἡ, Α 1. μικρή σκάφη, σκαφίδι 2. μικρό πλοίο, βαρκάκι 3. μικρό σκεύος, λεκάνη ή κάδος 4. μικρό δοχείο που μνημονευόταν μεταξύ τών σκευών τού σιτοποιού, τού μυλωνά 5. σκεύος για ποτό ή για μέτρημα 6. είδος μαγειρικού σκεύους 7. αγγείο για… … Dictionary of Greek
σκαφιδιάζω — Ν [σκαφίδι] 1. σκαφιδώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σκαφιδιασμένος, η, ο σκαφιδωτός … Dictionary of Greek
σκαφιδώνω — Ν [σκαφίδι] κοιλαίνω κάτι δίνοντάς του το σχήμα σκάφης … Dictionary of Greek